- αυτονομία
- Όρος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως συνώνυμος της αυτάρκειας και της μη εξάρτησης. Στα νομοθετικά κείμενα και στο λεξιλόγιο των πολιτικών συγγραφέων η λέξη α. δεν έχει ακριβολογημένη νομική έννοια και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τομείς αρμοδιοτήτων και δικαιωμάτων τελείως διαφορετικής σπουδαιότητας και περιεχομένου απ’ ό,τι έχει συνήθως.
Στην αρχαία Ελλάδα ο όρος α. χρησιμοποιούταν για να υποδηλώσει το θετικό περιεχόμενο της αυτεξούσιας και σύμφωνα με δικές της αρχές και θεσμούς διοίκησης κάθε πόλης· η αρνητική πλευρά αυτού του ιδεώδους, που έτεινε κατά κάποιον τρόπο προς την αυτάρκεια, δηλωνόταν με τον όρο ανεξαρτησία.
Για να διακριβωθούν οι συγκεκριμένες σημασίες τις οποίες μπορεί να προσλάβει η α. στη σύγχρονη εποχή, πρέπει να υπομνηστεί ότι, προπάντων στα δημοκρατικά καθεστώτα, το κράτος δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι δεν καλύπτει με τη νομοθεσία του και με τον μηχανισμό του όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, αλλά συνηθίζει να εμπιστεύεται σε ιδιαίτερους οργανισμούς την άμεση διαχείριση υποθέσεων που συνδέονται στενά με τα συμφέροντα αυτών των οργανισμών και που, συνεπώς, αυτοί είναι σε θέση να τα προστατεύουν καλύτερα. Ανάλογα με το αν αυτοί οι οργανισμοί, που αποτελούν οντότητες διαφορετικές από εκείνη του κράτους, διαθέτουν ή όχι μία καθορισμένη εδαφική βάση, γίνεται λόγος για τοπική α. ή για α. κοινωνικών ομάδων. Γενικά όμως μπορεί να λεχθεί ότι α., κατά το δίκαιο, είναι η ικανότητα με την οποία είναι προικισμένοι διάφοροι δημόσιοι οργανισμοί και ιδρύματα, οι δήμοι και οι κοινότητες (αυτοδιοίκηση), τα διάφορα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα διάφορα νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, το πανεπιστήμιο κλπ. να ενεργούν και να παίρνουν αποφάσεις με τα ίδια τους τα διοικητικά όργανα, μέσα στα όρια που διαγράφει ο νόμος και κάτω από τον έλεγχο, συνήθως κατασταλτικό και σπανιότερα προληπτικό, της κρατικής αρχής. Από το ιδεώδες της α. εμπνέονται ευρύτατα ορισμένα σύγχρονα συντάγματα τα οποία περιέχουν σχετικές διατάξεις.
Εκτός από αυτά που περιέχονται στον όρο κανονιστική α. υπάρχει και ολόκληρη σειρά διοικητικών καταστάσεων που μπορούν να υπαχθούν στον ορισμό της οργανωτικής α.: οι εκφράσεις αυτόνομη διαχείριση, αυτόνομη υπηρεσία κλπ. δηλώνουν συνήθως όργανα στα οποία, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα, έχουν ανατεθεί εξουσίες ευρύτερες από εκείνες που θα έπρεπε να διαθέτουν στα συνηθισμένα οργανωτικά σχήματα.
Συγκοινωνίες.Η α. είναι επίσης η ικανότητα ενός οποιουδήποτε χερσαίου, θαλάσσιου ή εναέριου μέσου να εκτελεί περισσότερο ή λιγότερο μακρινές διαδρομές καταναλώνοντας αποκλειστικά τις πηγές ενέργειας που μπορεί να μεταφέρει το ίδιο. Για ένα πλοίο με μηχανικό κινητήρα, το μέτρο της α. καθορίζεται από τον αριθμό ναυτικών μιλίων που μπορεί να διατρέξει χωρίς να χρειάζεται να ανεφοδιαστεί σε καύσιμα. Το στοιχείο αυτό, μηδαμινής σημασίας κατά την περίοδο της ιστιοπλοΐας επειδή η α. ενός ιστιοφόρου που μετριέται σε ημέρες εξαρτάται μόνο από τα αποθέματά του σε τροφές και σε πόσιμο νερό, προσέλαβε μεγάλη βαρύτητα με την εισαγωγή του μηχανικού κινητήρα: στην περίπτωση αυτή, η α. εξαρτάται από το απόθεμα καύσιμων και τη χιλιομετρική κατανάλωση.
Επειδή η κατανάλωση καυσίμων ποικίλλει ανάλογα με την ταχύτητα, υπάρχουν διαφορετικές α. για τις διάφορες ταχύτητες. Με την πυρηνική ενέργεια επιστρέφουμε σε μια περίοδο παρόμοια με της ιστιοπλοΐας, εξαιτίας της τεράστιας ποσότητας ενέργειας που εμπεριέχουν τα πυρηνικά καύσιμα.
Η εισαγωγή της ατομικής ενέργειας στην κίνηση των πλοίων επιτρέπει τη μέγιστη αυτονομία· στη φωτογραφία, το υποβρύχιο «Ναυτίλος».
Το διάγραμμα δείχνει πώς η αυτονομία ενός μέσου με τεχνητή προώθηση εξαρτάται, όταν οι άλλοι όροι είναι ίσοι, από την ταχύτητά του. Στην οικονομική ταχύτητα, δηλαδή στην ταχύτητα που επιτρέπει την κάλυψη μεγαλύτερης διαδρομής με τη μικρότερη κατανάλωση ενέργειας, η αυτονομία είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις ανώτερες και στις κατώτερες ταχύτητες.
* * *η (AM αὐτονομία) [αυτόνομος]η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο, μια ομάδα, κοινότητα ή πολιτεία καθορίζει τους νόμους που τη διέπουν.
Dictionary of Greek. 2013.